- ντερτιλής
- ο(λ. τουρκ.), αυτός που έχει βάσανα, καημούς, ντέρτια, μεράκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντερτιλής — ο αυτός που έχει ντέρτια, καημούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dertili < τουρκ. dert] … Dictionary of Greek
ντερτιλήδικος — η, ο [ντερτιλής] ντερτιλής … Dictionary of Greek